σκλαβόπουλο

σκλαβόπουλο
το, θηλ. σκλαβοπούλα, Ν
νεαρός σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκλάβος + -πουλο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκλαβόπουλο — το μικρός σκλάβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • σκλαβάκι — το, Ν [σκλάβος] 1. (υποκορ. τ.) νεαρός σκλάβος, σκλαβόπουλο 2. στον πληθ. τα σκλαβάκια παιδικό παιχνίδι, αλλ. αμπάριζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”